αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
κλιτοκύβη — (Clitocybe). Γένος μανιταριών, μικρής αξίας, που ανήκει στην υποδιαίρεση των βασιδιομυκήτων. Μερικά είδη με υπόλευκο χρώμα είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο, στον ίδιο βαθμό με τον αμανίτη τον μυϊοκτόνο. Όμως, οι περισσότερες κ. είναι εδώδιμες και … Dictionary of Greek
πορτοκαλόχρωμος — η, ο, Ν βλ. πορτοκαλόχρους … Dictionary of Greek
άδα — (ada). Ονομασία γένους μονοκότυλων φυτών της οικογένειας των ορχεϊδών, που περιλαμβάνει δύο μόνο είδη, ιθαγενή των Κολομβιανών Άνδεων. Είναι φυτά ποώδη, με μακρουλούς ψευτοβολβούς και άνθη που εμφανίζονται στην κορυφή ενός άφυλλου στελέχους. Από… … Dictionary of Greek
διμορφοθήκη — Γένος ετήσιων (δ. η πορτοκαλόχρους) και πολυετών (δ. η πλουβιάλις) δικοτυλήδονων ανθόφυτων, της οικογένειας των συνθέτων. Η πρώτη κατηγορία έχει άνθη με ζωηρά χρώματα (κρεμ, πορτοκαλί, κίτρινο κλπ.) και η δεύτερη λευκά με μπλε στο κέντρο τους.… … Dictionary of Greek
δισκομύκητες — (discomycetes). Τάξη μυκήτων (μανιταριών) της κλάσης των ασκομυκήτων. Είναι σαπροφυτικοί ή παρασιτικοί μύκητες, των οποίων τα καρποσώματα, δηλαδή οι ασκοί όπου παράγονται τα σπόρια, ονομάζονται αποθήκια. Τα αποθήκια είναι μικρότερα από 1 εκ.,… … Dictionary of Greek
ημεροκαλλίδα — (Ηemerocallis). Ποώδη μονοκοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών. Περιλαμβάνει 6 είδη της κεντρικής Ευρώπης, της εύκρατης Ασίας και της Ιαπωνίας. Πολλές ποικιλίες που προέρχονται από διασταυρώσεις και επιλογή των άγριων ειδών… … Dictionary of Greek